ακαμάρωτος

ακαμάρωτος
ακαμάρωτος, -η, -ο και ακαμάριαστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν καμάρωσε, δεν περηφανεύτηκε: Μπήκε στην εκκλησία συλλογισμένη κι ακαμάρωτη.
2. χωρίς καμάρα, θόλο: Η εκκλησία ήταν ακόμη ακαμάρωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαμάρωτος — (I) η, ο [καμαρωτός Ι] 1. όποιος δεν έχει καμάρα, αψίδα «ακαμάρωτη στέρνα» 2. αυτός που δεν χωρίστηκε σε κάμαρες, σε δωμάτια (σπίτι ακαμάριαστο) 3. αυτός που δεν σκύβει το κεφάλι, ο αλύγιστος. (II) η, ο [καμαρωτός ΙΙ] όποιος δεν καμαρώνει, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακαμάριαστος — η, ο ο ακαμάρωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”