- ακαμάρωτος
- ακαμάρωτος, -η, -ο και ακαμάριαστος, -η, -ο1. αυτός που δεν καμάρωσε, δεν περηφανεύτηκε: Μπήκε στην εκκλησία συλλογισμένη κι ακαμάρωτη.2. χωρίς καμάρα, θόλο: Η εκκλησία ήταν ακόμη ακαμάρωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.